- νομοθεσία
- Στην πλατιά του έννοια, ο όρος αυτός σημαίνει το σύνολο των γραπτών νομικών κανόνων μιας χώρας. Σε γενικότερη εκδοχή σημαίνει και το σύνολο των κανονιστικών πράξεων του κράτους, που έχουν ίση ή ανάλογη δύναμη με τον νόμο ή και ένας ιδιαίτερος κλάδος δικαίου με την παραπάνω έννοια, όπως συνταγματική ν., ποινική ν. κλπ. Η ενίσχυση του κράτους και η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του κατά τη σύγχρονη εποχή έχει προσδώσει και, κατά μεγάλο μάλιστα βαθμό, μονοπωλιακή θέση στη ν., σε σύγκριση με το εθιμικό δίκαιο, που είχε το προβάδισμα σε παλαιότερες φάσεις κοινωνικής εξέλιξης ή με τη νομολογία των δικαστηρίων. Η τελευταία διατηρεί ωστόσο ακόμη σημαντική θέση μεταξύ των πηγών του δικαίου στις αγγλοσαξονικές χώρες.
* * *η (ΑΜ νομοθεσία) [νομοθέτης]1. θέσπιση κανόνων δικαίου, θεσμοθεσία2. το σύνολο τών νόμων που ισχύουν σε ένα κράτοςμσν.1. ο μωσαϊκός νόμος2. ο δεκάλογος τού Μωυσή και το γεγονός τής παράδοσής του από τον θεό («φησὶ γὰρ ὁ κύριος ἐν τῇ τῆς νομοθεσίας ἀρχῇ», Δαμασκ. Ι.)αρχ.διάταγμα.
Dictionary of Greek. 2013.