νομοθεσία

νομοθεσία
Στην πλατιά του έννοια, ο όρος αυτός σημαίνει το σύνολο των γραπτών νομικών κανόνων μιας χώρας. Σε γενικότερη εκδοχή σημαίνει και το σύνολο των κανονιστικών πράξεων του κράτους, που έχουν ίση ή ανάλογη δύναμη με τον νόμο ή και ένας ιδιαίτερος κλάδος δικαίου με την παραπάνω έννοια, όπως συνταγματική ν., ποινική ν. κλπ. Η ενίσχυση του κράτους και η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του κατά τη σύγχρονη εποχή έχει προσδώσει και, κατά μεγάλο μάλιστα βαθμό, μονοπωλιακή θέση στη ν., σε σύγκριση με το εθιμικό δίκαιο, που είχε το προβάδισμα σε παλαιότερες φάσεις κοινωνικής εξέλιξης ή με τη νομολογία των δικαστηρίων. Η τελευταία διατηρεί ωστόσο ακόμη σημαντική θέση μεταξύ των πηγών του δικαίου στις αγγλοσαξονικές χώρες.
* * *
η (ΑΜ νομοθεσία) [νομοθέτης]
1. θέσπιση κανόνων δικαίου, θεσμοθεσία
2. το σύνολο τών νόμων που ισχύουν σε ένα κράτος
μσν.
1. ο μωσαϊκός νόμος
2. ο δεκάλογος τού Μωυσή και το γεγονός τής παράδοσής του από τον θεό («φησὶ γὰρ ὁ κύριος ἐν τῇ τῆς νομοθεσίας ἀρχῇ», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
διάταγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νομοθεσία — νομοθεσίᾱ , νομοθεσία legislation fem nom/voc/acc dual νομοθεσίᾱ , νομοθεσία legislation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθεσία — η 1. η πράξη του νομοθετώ, συγγραφή και επιβολή νόμων. 2. το σύνολο των νόμων που ισχύουν σε μια χώρα: Ελληνική νομοθεσία. 3. το σύνολο των νόμων και των κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένες σχέσεις: Εκπαιδευτική νομοθεσία. – Tελωνειακή νομοθεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομοθεσίᾳ — νομοθεσίαι , νομοθεσία legislation fem nom/voc pl νομοθεσίᾱͅ , νομοθεσία legislation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική νομοθεσία — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν κυρίως θέματα εποικισμού ή αποκατάστασης ακτημόνων ή προσφύγων με την παραχώρηση κτημάτων του δημοσίου ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ανήκουν σε διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η α.ν.… …   Dictionary of Greek

  • νομοθεσίας — νομοθεσίᾱς , νομοθεσία legislation fem acc pl νομοθεσίᾱς , νομοθεσία legislation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθεσίαι — νομοθεσία legislation fem nom/voc pl νομοθεσίᾱͅ , νομοθεσία legislation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθεσίαν — νομοθεσίᾱν , νομοθεσία legislation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθεσιῶν — νομοθεσία legislation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθεσίαις — νομοθεσία legislation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”